ἔντριτον

ἔντριτον
ἔντριτος
of three strands
masc/fem acc sg
ἔντριτος
of three strands
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • εντριτεία — ἐντριτεία, η (Μ) το έντριτον,:φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο τού εισοδήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”